Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξέλεγκτα [anekséleŋgta] adv (L) = ανέλεγκτα
- :
- βοηθεί, ενεργεί ~ |
- δεν δέχομαι ~ τα λεγόμενά τους |
- διαχειρίζεται ~ τα χρήματα των άλλων |
- δεν είσαι ένας απλοϊκός άνθρωπος, με ψυχή πρόσφορη να δεχτεί ~ την αποκάλυψη της αλήθειας (Karagatsis) |
- κατάντησε η εξουσία να κυνηγάει ~ όποιον νομίσει ή όποιον της καταγγείλουν αντικαποδιστριακό (Petsalis) |
- κανείς δε δέχεται ~ αυτό που υπάρχει κι αυτό που γίνεται ολοένα (Charis) |
- δεν έπρεπε να δεχτούμε ~ μια φήμη που άρχισε να μας επιβάλλεται από το εξωτερικό (Chatzinis) |
- πρέπει να μη δεχθείς ~ αυτά που σου λέω (Tsatsos) |
- ο Σολωμός δεν δέχεται ~ τις ιδέες του B. Mόντι (Athanasiadis-N)
[der of ανεξέλεγκτος]