Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεξάντλητος -η -ο [aneksándlitos] Ε5 : 1.που δεν εξαντλείται, δε στερεύει: Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές δεν είναι ανεξάντλητες. Aνεξάντλητη έμπνευση, αστείρευτη. Aνεξάντλητα επιχειρήματα. || που δεν έχει τέλος· ατελείωτος: Aνεξάντλητη γενναιοδωρία. || (για πρόσ.) που έχει ή που βρίσκει πάντοτε υλικό, ιδέες κτλ. γι΄ αυτό που κάνει: ~ παραμυθάς / καλαμπουρτζής / δημιουργός. 2. που δεν μπορούμε να τον εξαντλήσουμε, να τον συζητήσουμε ή να τον ερευνήσουμε σε όλες του τις λεπτομέρειες: Tο θέμα της τέχνης θα είναι πάντα ανεξάντλητο, όπως και το θέμα της ζωής.
ανεξάντλητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνεξάντλητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεξάντλητος, -η, -ο [aneksándlitos] (L)
- inexhaustible, unfailing, endless (near-syn αστείρευτος, ατέλειωτος):
- ~ θησαυρός, πλούτος |
- ανεξάντλητη αφθονία, γοητεία, δραστηριότητα, ευγλωττία, ισχύς, καλοσύνη, ομορφιά, παρατηρητικότητα, περιουσία, πηγή, ποικιλία, υπομονή, φαντασία |
- ανεξάντλητες δυνάμεις, δυνατότητες, παραλλαγές |
- ανεξάντλητο απόθεμα, θέμα, πεδίο |
- ανεξάντλητο θάρρος, κέφι |
- ο εθνικός ποιητής εκφράζει την ψυχή της Eλλάδας και την ανεξάντλητη ικανότητά της του ξανανιωμού (Theotokas) |
- αποδόθηκε στη νεαρή ηλικία του η ανεξάντλητη νεότητα που ακτινοβολεί από μέσα του (Kanellop) |
- η νεώτερη ποίηση δείχνει ανεξάντλητη στην προσπάθειά της να ανανεωθεί (Spandonidis) |
- η απήχηση του έργου του Pήγα υπήρξε ανεξάντλητη σε ιστορική διάρκεια (Vranousis) |
- τα δάση της Pουμανίας παράγουν ανεξάντλητη ξυλεία (Ouranis) |
- οι δικαστικοί βαρύνονται με υπερβολικό φόρτο ανεξάντλητης δουλειάς (Psathas) |
- poem οι θησαυροί ανεξάντλητοι, κρουνοί το αίμα | στου χρόνου, στου αιωνόχρονου το ρέμα ρέμα (Athanas) |
- και την ψυχή με το ανεξάντλητο κουράγιο, καθώς λένε (Seferis) [fr kath ← PatrG àνεξάντλητος, cpd of pref àν- & *âξαντλητός ( |
- AG âξαντλ΅; cf also àντλητός
[pap.] & LK ἐξαντλητέον)]
- inexhaustible, unfailing, endless (near-syn αστείρευτος, ατέλειωτος):