Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεξάλειπτος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ανεξάλειπτος, επίθ.
  • (Προκ. για πρόσωπο) διαρκής, διηνεκής:
    • (Πόλ. Tρωάδ. 500).

[αρχ. επίθ. ανεξάλειπτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεξάλειπτος -η -ο [aneksáliptos] Ε5 : (λόγ.) που δεν εξαλείφεται, δε σβήνει· ανεξίτηλος, συνήθ. μτφ.: Tο γεγονός θα μείνει ανεξάλειπτο στη μνήμη μας.

[λόγ. < αρχ. ἀνεξάλειπτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεξάλειπτος, -η, -ο [aneksáliptos] (L)
  • indelible, ineffaceable (syn in ανεξίτηλος 1a):
    • ανεξάλειπτο χρώμα fast color |
    • ανεξάλειπτα ίχνη
  • ⓐ fig indelible, permanent, unforgettable (syn in ανεξίτηλος 1b):
    • ανεξάλειπτη ανάμνηση, μνήμη, εντύπωση |
    • ανεξάλειπτα γεγονότα, περιστατικά |
    • στην τρυφερή ηλικία τυπώνονται στην ψυχή με ανεξάλειπτα γράμματα οι εντυπώσεις της ζωής (Melas) |
    • μέσα στο μυαλό του είχαν χαραχτεί ανεξάλειπτα τ' όνομα κάποιου δρόμου κ' ένας αριθμός (Chourmouziadis) |
    • ανεξάλειπτες μένουν στη μνήμη των νησιωτών οι φοβερές επιδρομές (Vacalop) |
    • πίσω από την πρόληψη υπάρχει πάντα ο φόβος, ο βαθύς και ~ (Papanoutsos) |
    • poem η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να 'ναι | και να μείνει αυτή (Elytis)

[fr MG ← PatrG, AG ἀνεξάλειπτος, cpd of pref ἀν- & *ἐξαλειπτός (: AG ἐξαλείφω; cf also ἐξαλειπτέον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες