Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανενεργός -ός / -ή -ό [anenerγós] Ε16 : που δεν επιφέρει αποτέλεσμα: Aνενεργό φάρμακο. || (οικον.) ζήτηση ~. ANT ενεργός.
[λόγ. < ελνστ. ἀνενεργ(ής) μεταπλ. -ός για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επίθ. -ός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανενεργός, -ή, -ό [anenerγós] (L)
- inactive, inefficacious:
- ανενεργό φάρμακο |
- το επίθετο πλατωνικός έχει καταντήσει να σημαίνει κενολόγος, ψιλός, ~ (Despotop)
[fr K ἀνένεργος (2nd c. BC), cpd of pref αν- & AG ἐνεργός or fr K ἀνενεργής 'inefficacious' changed to -ός analogically of K ἐνεργής ← ενεργός, συνεργής (LXX+) ← συνεργός etc]
- inactive, inefficacious: