Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανεμώνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμώνη η [anemóni] Ο30α & ανεμώνα η [anemóna] Ο25α : α.ποώδες φυτό με ωραία άνθη καθώς και το άνθος του: Aπό τα πολλά είδη ανεμώνης άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται. Πήγαιναν στο δάσος να μαζέψουν ανεμώνες. β. ανεμώνη της θάλασσας, θαλάσσιος οργανισμός που ζει προσκολλημένος σε πέτρες ή βράχους του βυθού.

[λόγ. < αρχ. ἀνεμώνη· αρχ. ἀνεμών(η) μεταπλ. ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go