Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμώνη η [anemóni] Ο30α & ανεμώνα η [anemóna] Ο25α : α.ποώδες φυτό με ωραία άνθη καθώς και το άνθος του: Aπό τα πολλά είδη ανεμώνης άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται. Πήγαιναν στο δάσος να μαζέψουν ανεμώνες. β. ανεμώνη της θάλασσας, θαλάσσιος οργανισμός που ζει προσκολλημένος σε πέτρες ή βράχους του βυθού.
[λόγ. < αρχ. ἀνεμώνη· αρχ. ἀνεμών(η) μεταπλ. -α]