Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμώνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμώνα [anemóna] η, (& L ανεμώνη)
  • ① bot a plant or flower of the genus Anemone:
    • ανάμεσα στα δάχτυλά μου βρίσκεται μια νεκρή ~(Panagiotop) |
    • πέσανε μέσα σε κάτι λίμνες από ανεμώνες κόκκινες σαν αίμα (Christomanos) |
    • ρίζωσαν μέσα στις χαραμάδες κρόκοι κι ανεμώνες (Petsalis) |
    • από το αίμα του ενός άνθισε το γαρίφαλο, από το αίμα του άλλου η ανεμώνη (Athanasiadis-N) |
    • κοίταζα τις ανεμώνες και μου 'ρχόντουσαν δάκρυα στα μάτια (Tachtsis) |
    • poem μια κατακόκκινη, ~| η ματωμένη μου ψυχή (Malakasis) |
    • άνθος, που μοιάζεις με ανεμώνη | περαστική (Palam) |
    • στις φράχτες που ανεβαίναμε τρυγώντας ανεμώνες (Papantoniou) |
    • και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες (Sikel) |
    • ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες (Elytis)
  • ② any of the numerous colored polyps of the order Actiniaria, sea anemone:
    • δεν υπάρχουν μόνο στους αγρούς ανεμώνες, αλλά και στο βυθό (Potamianos) |
    • τρώγεται και η ανεμώνη, είναι πολύ κρεατωμένη και πολύ νόστιμη (id.) |
    • poem πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες, | κρίνα απ' την άμμο, κι απ' τη θάλασσα ανεμώνες (Seferis) |
    • ανεβαίνοντας εύρισκα σπόγγους | και σταυρούς θαλάσσης | και λιγνές αμίλητες ανεμώνες (Elytis)

[fr MG, AG ἀνεμώνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες