Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμώδης, -ης, -ες [anemó∂is] (L)
  • windy, airy, flatulent:
    • η Eλλάδα έχει χαρακτηρισθεί χώρα ~

[fr MG ανεμώδης ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες