Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμότρατα η [anemótrata] Ο27α : μικρό ιστιοφόρο πλοίο για ψάρεμα με τράτα σε ανοιχτή θάλασσα· τράτα 12: Σήμερα οι ανεμότρατες έχουν πια αντικατασταθεί ολοκληρωτικά από τις μηχανότρατες. || το δίχτυ της ανεμότρατας.
[ανεμο-1 + τράτα
]1
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμότρατα [anemótrata] η, fish.
- ① trawler (originally propelled by sail, now also for engine-driven trawler):
- η ~ δεν είχε μηχανή. Δούλευε πάντα με το πανί, με τον άνεμο, γι' αυτό και ονομαζόταν ~ (Zappas) |
- κάθε πρωί σεργιάνιζε το βλέμμα της απ' το παράθυρο στις ανεμότρατες (Koulouris) |
- πάνου στην πλώρη μιας ανεμότρατας ένας ναύτης τραγουδά (Myriv) |
- poem και μαύρες πλήθιες ανεμότρατες στα κύματα αρμενίζαν (Kazantz Od 21.116)
- ② trawl, trawlnet, dragnet (syn ανέμη2):
- ψαρεύουν με ~ |
- οι ανέμες ή ανεμότρατες είναι σπουδαία και φοβερά εργαλεία της τέχνης (Bastias) |
- αυτές τις διαστάσεις παρουσιάζουν τα μεγάλα καπόνια που πιάνονται με τις ανεμότρατες (Potamianos) |
- αυτό το άγαλμα το βρήκε τυχαία μια ~ στο βυθό της θάλασσας (Karouzos)
[cpd of άνεμος & LMG τράτα]
- ① trawler (originally propelled by sail, now also for engine-driven trawler):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοτρατάρης [anemotratáris] ο, fish.
- trawlerman:
- ένας ~ γίγαντας ως εκεί πάνω, είχε περάσει τη λαγουδέρα κάτου απ' τα σκέλια του (Zappas) |
- οι ανεμοτρατάρηδες και το σινάφι τους ο "Άι-Nικόλας" ξεμολογούνται το κακό (Bastias)
[der of ανεμότρατα w. suff -άρης]
- trawlerman: