Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμόσκαλα η [anemóskala] Ο27α : φορητή σκάλα από σχοινί ή από άλλο υλικό που κρεμιέται από κάπου και αιωρείται.
[μσν. ανεμόσκαλα < ανεμο-1 + σκάλα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμόσκαλα [anemóskala] η,
- rope-ladder, Jacob's ladder, scaling ladder:
- μεταλλική, ξύλινη, πλατιά ~ |
- ανεβαίνει από την ~ τον κατέβασαν στη σκήτη από μια ~ |
- έκαμε παιγνίδι τις ανεμόσκαλες |
- ανέβηκε μια και δυο τις ανεμόσκαλες και βρίσκει τον πατέρα του να δένει σφιχτά στη γάμπα ένα μαντήλι (Myrivilis) |
- οι ερημίτες πηγαινοέρχονται από ανεμόσκαλες ή πιασμένοι από αλυσίδες (Theotokas) |
- τον έδερναν οι πιο άγριες προλήψεις |
- το δεκατρία, η Tρίτη, το πέρασμα κάτω από ~ (Karagatsis) |
- από τη μεριά της θάλασσας είχαν κρεμάσει σανίδες κι ανεμόσκαλες (Chourmouziadis) |
- poem στου ήλιου τις ανεμόσκαλες πανηγυρίζει (Gryparis) |
- μαζώνεται και χύνεται | σαγίτες στον αέρα· | όλη την ~ (Sikel) |
- αυτούς σ' ατάραγη ζωή κι αράθυμη ν' αφήνω | κ' εγώ ~ σωμού στο γαλανό να στήνω; (Varnalis)
[neol (kath]
- rope-ladder, Jacob's ladder, scaling ladder: