Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμόπτερο το [anemóptero] Ο42 : ανεμοπλάνο.
[λόγ. ανεμο-1 + πτερ(όν) -ον (διαφ. το μσν. ανεμόπτερος `γρήγορος σαν τον άνεμο΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμόπτερο [anemóptero] το, aviat
- glider (syn ανεμοπλάνο)
[fr neol (kath) ανεμόπτερον, cpd of AG ἄνεμος & AG πτερόν]