Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμόμυλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμόμυλος ο [anemómilos] Ο20 : α.μύλος που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου. β. (μτφ., για πρόσ.) αυτός που εύκολα αλλάζει γνώμη και συμφωνεί με τις απόψεις που κάθε φορά επικρατούν· (πρβ. ανεμοδούρα, παλάντζα).

[μσν. ανεμόμυλος < ανεμο-1 + μύλος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεμόμυλος ο.
  • Ανεμόμυλος:
    • (Διήγ. πανωφ. 56).

[<ουσ. άνεμος + μύλος. H λ. στο LBG, το Du Cange και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμόμυλος [anemómilos] ο,
  • windmill:
    • η σιγανεμιά σταμάτησε τους ανεμόμυλους (Vlachogiannis) |
    • γύριζε σαν ~ που τον βρίσκει μπουρίνι (Xenop) |
    • πάνω στο λόφο αργογυρίζαν τα φτερά των ανεμόμυλων (KPolitis) |
    • ο Γλάρος άνοιξε ένα πηγάδι κι απάνω του στερέωσε τις ακτίνες ενός ανεμόμυλου (Venezis) |
    • για να περνάει την ώρα του έφτιαχνε κουμπαράδες κι ανεμόμυλους από ξύλο και χρωματιστή ψάθα (Tachtsis) |
    • poem κι αν θέλετε, ανεμόμυλοι, μ' εμέ να μετρηθείτε (Bekes)
  • ⓐ fig changeable or inconstant person:
    • είναι ~ |
    • ανεμόμυλους τους ονομάζει ο πατέρας του· οπαδούς του O.Φ.A. - όπου φυσά ο άνεμος (Palaiologos)

[fr MG ανεμόμυλος, cpd of άνεμος & μύλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες