Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμόβροχο το [anemóvroxo] Ο41 & ανεμοβρόχι το [anemovró
i] Ο44 : σφοδρός άνεμος με βροχή· (πρβ. θύελλα, καταιγίδα). [ανεμο-1 + βροχ(ή) -ο· μσν. ανεμοβρόχιν < ανεμο-1 + βροχ(ή) -ιν > -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμόβροχο [anemóvroxο] το, region. (Epir,
- IonIsl, Pelop, Crete) = ανεμοβρόχι:
- το αποψινό ~ είναι ανυπόφορο |
- ένας άγνωστος σουλατσάριζε μπρος στην πόρτα μας αδιαφορώντας για τ' ~ (Tsirkas) |
- τα δέντρα παραδέρνουν μες στ' ~ (Sardelis) |
- συλλογιόμουν το λόφο που δέρνεται τώρα απ' τ' ~ (Terzakis) |
- τον περασμένο χειμώνα έριξε τ' ~ τις γάστρες (Palam) |
- poem χορεύει | το κύμα στ' ~ (Rotas) |
- στ' ανεμόβροχα, στον άγριο το χειμώνα, | που σ' εδέρνανε, δεν λύγισες το γόνα (Zevgoli)
[cpd of AG ἄνεμος & AG βροχή]
- IonIsl, Pelop, Crete) = ανεμοβρόχι: