Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεμπαίζω· αναμπαίζω· ’νεμπαίζω· παρατ. ενέμπαιζα· αόρ. ανέμπαιξα· ενέμπαιξα.
-
- 1) Eμπαίζω, κοροϊδεύω, περιγελώ:
- (Kορων., Mπούας 75), (Iστ. Bλαχ. 1592).
- 2) Eξαπατώ:
- δεν ήτανε τα λόγια του αληθινά, … τα έστειλε διά να τους αναμπαίξει (Xρον. σουλτ. 8317).
[<πρόθ. ανά + εμπαίζω· πβ. ενεμπαίζω (Βλάχ.). H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- 1) Eμπαίζω, κοροϊδεύω, περιγελώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμπαίζω s. αναμπαίζω.