Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμοσυρμή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμοσυρμή η [anemosirmí] Ο29 & ανεμόσυρμα το [anemósirma] Ο49 : (λαϊκότρ.) ξαφνικός και βίαιος άνεμος.

[ανεμο-1 + συρμή· ανεμο-1 + σύρμα < σύρ(ω) `σέρνω΄ -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες