Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμοστρόβιλος ο [anemostróvilos] Ο20 : α.η δίνη που παράγεται από τη σύγκρουση δύο αντίθετων ρευμάτων αέρα, μάζα αέρα που, καθώς μετακινείται, περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. β. (μτφ.) για καταστάσεις αναστάτωσης, αναταραχής που μπροστά τους ο άνθρωπος φαίνεται άβουλος και αδύναμος: Ο ~ της ζωής / του πολέμου, δίνη.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεμοστρόβυλος (ορθογρ. κατά το στρόβιλος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανεμοστρόβιλος ο· ανεμοστρόφιλος.
-
- α) Στρόβιλος ανέμου:
- ήλθεν μέγας ανεμοστρόφιλος και εσκόρπισεν όλην την στάκτην (Συναδ. φ. 14v)·
- β) τυφώνας:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [187]).
[<ουσ. άνεμος + στρόβιλος. H λ. στο Lampe και σήμ.]
- α) Στρόβιλος ανέμου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοστρόβιλος [anemostróvilos] ο, (& region. ανεμοστρόβιλας & ανεμοστρόφιλος)
- ① whirlwind, twister (syn ανεμορούφουλας, ανεμοστρούφουλας, ανεμοσίφουνας, σίφουνας):
- εσηκώθη ~ |
- τον άρπαξε ο ~ |
- ένοιωθε να παραδέρνει μέσα στον ανεμοστρόβιλο ανάλαφρος σαν ένα σκουπιδάκι (Myriv) |
- τα σάρωσε μεγάλος ~ (Voutyras) |
- σ' ένα σταυροδρόμι ο ~ σήκωσε τα φύλλα και τον κουρνιαχτό και τα χόρεψε μπροστά στον καλόγερο (Prevelakis) |
- μια ζάλη, σαν ~, είχε περάσει από τα μάτια του, τα τύφλωσε (Terzakis) |
- σηκώνεται στο δρόμο ένας ανεμοστρόβιλας και γένεται σκοτάδι και χάνεται η βασιλοπούλα (Loukatos) |
- folks. ένα πουλί έκαμε φωλιά στης λεϊμονιάς το φύλλο· φύσησ' ~ και πήρε τη φωλιά του (Petrop) |
- poem ξάφνω στη νύχτα που γοργά μέσα στα δάση εχύθη, | ανεμοστρόφιλος κρυερός της πάγωσε τα στήθη (Malakasis)
- ② fig disturbance, confusion (syn L αναταραχή, αναστάτωση):
- ο ~ της ζωής |
- ~ του πάθους, του πολέμου |
- τ' όνειρο της προικούλας, όπως και τ' άλλα, τα είχε σαρώσει ο ~ της καινούργιας συμφοράς (Xenop) |
- είναι αδύνατο να μην υπάρχουν, ανάμεσα στον ανεμοστρόβιλο των ιδεών, στρώματα στέρεα συγκρατητά κατάβαθα (Palam) |
- και τότε ένας καινούργιος ~ αναστάτωσε την Ήπειρο, η βαριά σκλαβιά των Oθωμανών (EIR Taxidia)
[fr MG ← PatrG ἀνεμοστρόβιλος, cpd of ἄνεμος & στρόβιλος]
- ① whirlwind, twister (syn ανεμορούφουλας, ανεμοστρούφουλας, ανεμοσίφουνας, σίφουνας):