Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμοσούρι το [anemosúri] Ο44 : σφοδρός άνεμος με βοή.
[ελνστ. ἀνεμόσουρ(ις ἡ) υποκορ. -ιον > -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοσούρι [anemosúri] το, region.
- snowstorm, blizzard (syn ανεμόχιονο):
- τ' ~ δεν άφηνε ούτε λαμπάδα ούτε δαδί αναμμένο (Christovasilis) |
- οι φωνές φέρνανε γύρω τα μπεντένια, εδώ δυνατές, παραπέρα αχαμνές, μέσα στο ~ (Prevelakis) |
- τ' ανεμοσούρια στήνουν παγίδες του χάρου πάνω απ' τους γκρεμούς, θάβουνε ζα κι ανθρώπους (Myrivilis) |
- poem μα ~ ασκώθη ανέσπλαχνο, κορμί και νους παγώνουν (Kazantz Od 22.587)
[postverbal der of region. ModG ανεμοσουρίζω]
- snowstorm, blizzard (syn ανεμόχιονο):