Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμομάζωμα το [anemomázoma] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : για ό,τι αποκτήθηκε άκοπα και τυχαία· στη ΦΡ ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα / ανεμοσκορπίσματα, όσα αποκτά κανείς άκοπα και τυχαία τα χάνει εύκολα και σύντομα.
[ανεμο-1 + μάζωμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμομάζωμα [anemomázoma] το, usu pl ανεμομαζώματα τα, region.
- ① pl only ill-gotten gains:
- prov ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα ill-gotten gains don't last long (syn ανεμομάζεμα) |
- όσο που τα 'χασα μια καλή μέρα. Aνεμομαζώματα, διαολοσκορπίσανε (Petsalis)
- ② chance pile, miscellaneous bunch:
- συναζόντανε εκεί ολοένα λείψανα από δεκατισμένες μονάδες του μετώπου, τραυματίες γιατρεμένοι και διάφορα ετερόκλητα στρατιωτικά ανεμομαζώματα (Theotokas) |
- ήταν ανεμομαζώματα, μικροαστοί κατά το πλείστο, παραγεμισμένοι από ακαθόριστες φιλοδοξίες κι αξεκαθάριστες ικανότητες (Terzakis) |
- σαν επιβάτες λογιάζονταν στο ημερολόγιο του πλοίου το ~ των προσφύγων (Koumantareas) |
- στη σημερινή Aττική συμφύρονται κοντά τριάμισυ εκατομμύρια ζωές, ανεμομαζώματα εθνικών περιπετειών, τυχοδιωκτισμού και αστυφιλίας (Floros)
[cpd of AG ἄνεμος & μάζωμα]
- ① pl only ill-gotten gains: