Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμομάζεμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμομάζεμα [anemomázema] το, usu pl ανεμομαζέματα τα, region.
  • ill-gotten gains:
    • prov ανεμομαζέματα, διαβολοσκορπίσματα (s. ανεμομάζωμα)

[cpd of AG ἄνεμος & μάζεμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες