Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμοκινητήρας ο [anemokinitíras] Ο2 : κινητήρας που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου (με ανεμογεννήτρια).
[λόγ. ανεμο-1 + κινητ(ήρ) -ήρας μτφρδ. αγγλ. wind-motor]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοκινητήρας [anemocinitíras] ο, (L)
- wind engine (syn αεροκινητήρας, αερομοτέρ)
[fr neol (kath) ανεμοκινητήρ, cpd of άνεμος & kath κινητήρ ← AG]