Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμοθύελλα η [anemoθíela] Ο27α : σφοδρός άνεμος με βροχή· θύελλα.
[λόγ. ανεμο-1 + θύελλα μτφρδ. αγγλ. windstorm]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοθύελλα [anemoθíela] η,
- windstorm (syn ανεμική 1, ανεμοζάλη 1):
- η χτεσινή ~ ήταν η πιο φοβερή των τελευταίων χρόνων |
- αεροπλάνα άδειασαν ολόκληρη ταξιαρχία μ' αλεξίπτωτα, που ~ τα παρασέρνει και τα σκορπά (ChZalokostas)
[fr kath ανεμοθύελλα, cpd of άνεμος & θύελλα]
- windstorm (syn ανεμική 1, ανεμοζάλη 1):