Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμοζάλη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεμοζάλη η [anemozáli] Ο30α : α.σφοδρός άνεμος· θύελλα. β. (μτφ.) κατάσταση σύγχυσης, αναστάτωσης· αναμπουμπούλα: Mέσα στην ~ των παραμονών του πολέμου.

[μσν. ανεμοζάλη < ανεμο-1 + αρχ. ζάλη `καταιγίδα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεμοζάλη η.
  • 1)
    • α) Kακοκαιρία, θύελλα, καταιγίδα:
      • (Bέλθ. 1091
    • β) (μεταφ.) καταραμένος τόπος ή τόπος καταστροφής:
      • Έρκομαι ακ τ’ ανάθημα …, ακ την ανεμοζάλην (Aνακάλ. 10).
  • 2) (Mεταφ.) ταραχή, αναστάτωση:
    • ο Μιχάλης τὄδωκεν τέτοιαν ανεμοζάλην (Σταυριν. 441).

[<ουσ. άνεμος + ζάλη. H λ. σε σχόλ., στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμοζάλη [anemozáli] η,
  • ① windstorm, squall (syn ανεμοθύελλα, καταιγίδα):
    • άγρια, φοβερή ~ |
    • έπιασε, σηκώθηκε ~ |
    • σπάνια σε κείνα τα μέρη αφήνουν τη θάλασσα ατάραχη οι ανεμοζάλες (Idas) |
    • οι Θερισανοί κουμαντάρανε καράβι σε μαύρη ~ κ' είχαν τα μάτια τους γυρισμένα στην Eλλάδα (Prevelakis) |
    • όξω από το σπίτι άγρια ~ μάνιζε και περνούσε (Vlachogiannis) |
    • πολεμάνε δίχως αναπαμό μέσα στη χιονοθύελλα και τις ανεμοζάλες (Terzakis) |
    • έτρεξε ίσια στο σπίτι, χάθηκε μέσα σαν ~ (Xenop) |
    • poem το Nότο εγώ τον ασπροσύγνεφο, το Zέφυρο θα βάλω | να ξεσηκώσουν απ' τη θάλασσα φριχτήν ~ (Homer Il 21.335 Kaz-Kakr) |
    • έτσι, κ' η νύχτα σα διαβεί, σαν πάψ' η ~, | στο φως ξανασηκώνονται τα λουλουδάκια πάλι (Markoras) |
    • θα 'ρθω σαν κύμα κάποτε που στην ~ | αναζητεί τη μοίρα του στ' αμμουδιαστό ακρογιάλι (Porphyras) |
    • τα σύγνεφα που τα ταξίδευε | στον ουρανό ~ (Malakasis)
  • ② fig disturbance, confusion (syn in ανεμοδούρα 4):
    • prov ο λύκος στην ~ χαίρεται s.o. fishes in troubled waters |
    • σαν το λύκο κι ο έρωτας χαίρεται στην ~ |
    • του χρειαζότανε ησυχία, ύστερις από τις φουρτούνες, τις πανοτινές ανεμοζάλες, που χάρηκε στα Παρίσια με τη σιχαμένη (Psichari) |
    • η Kύπρος, κατά τα χρόνια τούτα, βρίσκεται μέσα στην ~ των σταυροφοριών (Panagiotop) |
    • την παλαιά κοινωνία δεν την είχε αγγίσει ακόμα η ~ του βιομηχανικού πολιτισμού (Theotokas) |
    • poem πικρή 'ναι η φοβερότατη | του κόσμου ~ (Solom)

[fr MG ανεμοζάλη (scholia), cpd of άνεμος & ζάλη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες