Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμοδόχη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανεμοδόχη [anemo∂óCi] η,
  • windhole, cowl ventilator (syn in ανεμοδούρα 2):
    • ύστερα στέκουνται πίσω από μια ~ κ' εξακολουθούν την κουβέντα τους (Karagatsis) |
    • γύρω στην αριστερή ~ του στόκολου, που βρίσκεται κολλητά στην τσιμινιέρα, κρεμόταν ένα ξύλινο τελάρο (id.)

[fr kath ανεμοδόχη f, cpd of άνεμος & combin. form -δόχη; cf K καπνοδόχη, κυμινοδόχη, μελανοδόχη etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες