Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοδόχη [anemo∂óCi] η,
- windhole, cowl ventilator (syn in ανεμοδούρα 2):
- ύστερα στέκουνται πίσω από μια ~ κ' εξακολουθούν την κουβέντα τους (Karagatsis) |
- γύρω στην αριστερή ~ του στόκολου, που βρίσκεται κολλητά στην τσιμινιέρα, κρεμόταν ένα ξύλινο τελάρο (id.)
[fr kath ανεμοδόχη f, cpd of άνεμος & combin. form -δόχη; cf K καπνοδόχη, κυμινοδόχη, μελανοδόχη etc]
- windhole, cowl ventilator (syn in ανεμοδούρα 2):