Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμοδαρμένος, -η, -ο [anemo∂arménos]
- ① windbeaten, wind-shaken, lashed or buffeted by the wind (syn ανεμόδαρτος 1):
- ~ πύργος, ανεμοδαρμένη βίγλα |
- ανεμοδαρμένες πέτρες, στέγες |
- ανεμοδαρμένο καράβι |
- το βόρειο τμήμα του νησιού είναι ανεμοδαρμένο |
- ένας γλάρος σαν πανάκι, ~, πάλευε με τον άνεμο (Petsalis) |
- έχει μορφή τοπίου βορεινού, θαλασσόδαρτου και ανεμοδαρμένου (Papatsonis) |
- ακούγαμε το χιονόνερο να σουσουρίζει πάνω στ' ανεμοδαρμένα πεύκα (Myrivilis) |
- το Σικάγο είναι η πιο ανεμοδαρμένη πόλη της Aμερικής (Karantonis) |
- σε μεγάλο πυρετό μέσα έβλεπε τα ταραγμένα κύματα της θάλασσας να ανακατεύονται με τα ανεμοδαρμένα στάχια των σιταγρών του (MGeorgiou)
- ② fig harassed or tormented by vicissitudes (syn L ταλαιπωρημένος):
- ο άνθρωπος, επειδή είναι τρικυμισμένος και ~, ποθεί την ασφάλεια και τη γαλήνη (Thrylos, adapted) |
- poem έτσι μιλούσες, βλάμη, με το νου τον ανεμοδαρμένο (Kazantz Od 16.332)
[ppp of ανεμοδέρνω]
- ① windbeaten, wind-shaken, lashed or buffeted by the wind (syn ανεμόδαρτος 1):