Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανεμιστήρας ο [anemistíras] Ο2 : α.συσκευή που ανακινεί, αναταράζει και δροσίζει τον αέρα κλειστού χώρου: Επιτραπέζιος / φορητός ~. β. συσκευή ή μηχάνημα που παράγει ρεύμα αέρα λίγο ή πολύ ισχυρό: Ο ~ χρησιμεύει για την ψύξη και τον αερισμό της μηχανής του αυτοκινήτου.
ανεμιστηράκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. α. [λόγ. ανεμισ- (ανεμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. ventilateur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανεμιστήρας [anemistíras] ο, (L)
- fan, ventilator:
- ο ~ δούλευε ακατάπαυστα στην καμπίνα του μπαρμπα-Nικολού (Venezis) |
- οι ανεμιστήρες στο ταβάνι γύριζαν αργά (Tsirkas) |
- η ζέστη ήταν βαριά κι ο ~ έστελνε τον καυτό αέρα κατά πρόσωπο του αξιωματικού (AVlachos)
[fr kath (neol]
- fan, ventilator: