Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανελλιπής -ής -ές [anelipís] Ε10 : που γίνεται χωρίς διακοπές· συνεχής, τακτικός. ANT ελλιπής: ~ φοίτηση / παρακολούθηση μαθημάτων.
ανελλιπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνελλιπής, ἀνελλιπῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανελλιπής, -ής, -ές [anelipís] (L)
- uninterrupted, continuous, regular (syn αδιάκοπος, διαρκής, συνεχής):
- ~ παρακολούθηση |
- ~ φοίτηση continuous study |
- μια η ~ παρουσία όλων |
- στο τέλος του μηνός (Palaiologos)
- ⓐ complete, w. no part missing:
- να τους επιστραφούν όλα σώα και ανελλιπή για να μη μείνουν αδικημένοι (Stasinop)
[fr PatrG, AG ἀνελλιπής]
- uninterrupted, continuous, regular (syn αδιάκοπος, διαρκής, συνεχής):