Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανελκύω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανελκύω [anelkío] -ομαι Ρ9 παθ. αόρ. ανελκύστηκα, απαρέμφ. ανελκυστεί, μππ. ανελκυσμένος : τραβώ, σύρω προς τα πάνω και έξω: ~ ένα πλοίο στην ξηρά / ένα ναυάγιο από το βυθό.

[λόγ. < αρχ. ἀνελκύω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανελκύω.
  • Tραβώ προς τα έξω, βγάζω:
    • τας αγκύρας ανελκύσαν (Eρμον. Ψ 71).

[αρχ. ανελκύω (DGE). H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανελκύω [anelcío] ipf ανέλκυα, aor subj ανελκύσω, mediop ανελκύομαι, aor ανελκύσθηκα (subj ανελκυσθώ & ανελκυστώ) (L)
  • ① haul up, draw up:
    • αποφάσισαν να ανελκύσουν το πλοίο για να το επισκευάσουν και να το βάψουν |
    • θα ανελκύσω τον "Kατσώνη" (πλοίο). Θα τον επισκευάσω, ακόμα μια φορά (Karagatsis)
  • ② raise, refloat:
    • το περιπολικό ανελκύσθηκε από τη θάλασσα |
    • δύτες θα ανελκύσουν τα βαρέλια του ναυαγίου |
    • ανέλκυαν τα ατμόπλοια για τους δικούς τους πολεμικούς σκοπούς (Angelop) |
    • αυτός θα είχε ανελκύσει το γαιανθρακοφορτίο της Σούδας (Zappas)
  • ⓐ fig:
    • δος τους από ένα ναυαγοσωστικό για ν' ανελκύσουν το φορτίο των ονείρων που καταποντίσθηκε (Palaiologos)

[fr MG ανελκύω ← AG ἀνέλκω (aor -είλκυσα), cpd of pref αν- & AG dλκω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες