Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανελκυστήρας ο [anelkistíras] Ο2 : μηχανική κατασκευή σε πολυώροφο κτίριο, που τη χρησιμοποιούμε για να ανεβαίνουμε ή να κατεβαίνουμε· ασανσέρ.
[λόγ. ανελκυσ- (ανελκύω) -τήρ > -τήρας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανελκυστήρας [anelcistíras] ο, (L)
- ① elevator, lift (syn αναβατήρας 1, ασανσέρ):
- κτίριο με ανελκυστήρα |
- πατάω κουμπί, ανεβαίνει ο ~ |
- ηλεκτρικός αυτόματος ~ |
- ανέβηκα χωρίς ανελκυστήρα |
- οι ανελκυστήρες καταργούν την ανάβαση με τα πόδια |
- έπαψαν οι δονήσεις του ανελκυστήρα |
- για την εξυπηρέτηση του πλήθους ανεβοκατεβαίνουν σαράντα τρεις ανελκυστήρες (Charis) |
- λειτουργούσε για το ανεβοκατέβασμα των μοναχών και των επισκεπτών ένας πρωτόγονος ~ (Ouranis) |
- μ' έναν ανελκυστήρα κατεβαίνεις χαμηλά στους βράχους (Venezis)
- ⓐ ~ βιβλίων booklift, book elevator
- ② hoist (for persons, merchandise etc) (syn ανυψωτήρας):
- υδραυλικός ~ |
- ~ πυρομαχικών ammunition hoist
- ③ funicular railway, teleferic (syn αναβατήρας 1, σχοινοσιδηρόδρομος, εναέριος σιδηρόδρομος):
- πριν καταπιαστούμε με τον ανελκυστήρα του αθηναϊκού λόφου, ας τελειώνουμε με τον εναέριο της Πάρνηθας (Palaiologos)
[fr kath neol, Koumanoudis) ανελκυστήρ, der of ανελκύω; cf AG, K ἐλκυστήρ]
- ① elevator, lift (syn αναβατήρας 1, ασανσέρ):