Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανδροκρατία η [anδrokratía] Ο25α : κυριαρχία των αντρών σε κπ. χώρο κοινωνικής δραστηριότητας, εργασίας κτλ. ή απλώς αριθμητική υπεροχή. ANT γυναικοκρατία: Στην πολιτική παρατηρείται ~.
[λόγ. < αγγλ. andro cracy < andro- = ανδρο- + -cracy = -κρατία κατά το gynecocracy = γυναικοκρατία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανδροκρατία [an∂rokratía] η, (L)
- male supremacy, androcracy, man's world (ant γυναικοκρατία):
- απόλυτη ~ |
- δείγμα ανδροκρατίας |
- η ~ την είχε απωθήσει από τη δικαστική έδρα (Palaiologos)
[neol (kath), der of ανδρο- & -κρατία]
- male supremacy, androcracy, man's world (ant γυναικοκρατία):