Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αναχεσομύτης ο.
-
- (Σκωπτ.) που η μύτη του είναι γεμάτη ακαθαρσίες:
- (Σπανός D 590).
[λ. πλαστή <αόρ. του *αναχέζω + ουσ. μύτη]
- (Σκωπτ.) που η μύτη του είναι γεμάτη ακαθαρσίες: