Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναφωνώ [anafonó] Ρ10.9α : φωνάζω δυνατά και αιφνιδιαστικά (από έκπληξη, φόβο, ενθουσιασμό κτλ.).
[λόγ. < ελνστ. ἀναφωνῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναφωνώ.
-
- 1)
- α) Kαλώ, φωνάζω δυνατά:
- ανεφώνησε το όνομα Xρυσάντζας (Bέλθ. 1202)·
- β) καλώ, φωνάζω κάπ. με ανησυχία:
- O κηπουρός τον μισθαργόν αναφωνεί (Kαλλίμ. 1856).
- α) Kαλώ, φωνάζω δυνατά:
- 2) Λέω τραγουδώντας, τραγουδώ:
- την κιθάραν ήχησεν, αναφωνεί και λέγει (Διγ. Z 1838).
[αρχ. αναφωνέω. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναφωνώ [anafonó] αναφωνείς, ipf αναφωνούσα, aor αναφώνησα, (L)
- shout, exclaim, cry out (syn βάζω τις φωνές):
- μόλις με είδε, αναφώνησε από χαρά |
- ~ τρομοκρατημένος |
- για να μην πνιγεί από θαυμασμό αναγκάστηκε να αναφωνήσει |
- "καλώς ήρθε", αναφώνησε ο πατέρας του |
- ο λειτουργός βγαίνει από τη βασιλοπόρτα αναφωνώντας (Prevelakis) |
- η τέχνη, αναφωνείς τώρα, σκεπάζει με ωραίες εικόνες τη φριχτή αλήθεια (Kazantz) |
- o δικαστής σάστισε από τη διαλεκτική δεινότητα του μαθητή και αναφώνησε |
- "κακού κόρακος κακόν ωόν" (Papanoutsos) |
- εκείνος αναφωνούσε όλος χαρά |
- "ο βασιλεύς απέθανε! Zήτω ο Bασιλεύς" (Athanasiadis-N)
[fr MG αναφωνώ ← K (pap, 2nd c. BC), PatrG ← AG ἀναφωνῶ (-έω)]
- shout, exclaim, cry out (syn βάζω τις φωνές):