Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αναφορικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αναφορικός -ή -ό [anaforikós] Ε1 : που αναφέρεται σε κτ., που έχει σχέση με κτ. || (γραμμ.) που δηλώνει αναφορά: Aναφορικές αντωνυμίες / προτάσεις. Aναφορικά επιρρήματα. αναφορικά & (λόγ.) αναφορικώς ΕΠIΡΡ: ~ με κτ., σχετικά με αυτό: ~ με ό,τι έγινε, δεν έχω γνώμη.

[λόγ. < ελνστ. ἀναφορικός, ἀναφορικῶς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αναφορικός, -ή, -ό [anaforikós] (L)
  • ① referring, relative, relating to, connected (w.) (syn σχετικός):
    • σχήμα αναφορικό μιας ολόκληρης τεχνοτροπίας |
    • το αναφορικό μέρος της παρομοίωσης
  • ⓐ gramm relative:
    • αναφορικές αντωνυμίες, αναφορικά επιρρήματα, αναφορική πρόταση |
    • αναφορική χρήση
  • ⓑ logic correlative (syn συσχετικός):
    • αναφορικές σχέσεις
  • ② med regurgitating, refluxing

[fr LMG (Somavera) αναφορικός ← PatrG ← AG ἀναφορικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες