Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναφλεκτήρας ο [anaflektíras] Ο2 : (τεχνολ.) εξάρτημα που προκαλεί ανάφλεξη στις βενζινοκίνητες μηχανές.
[λόγ. αναφλεκ- (αναφλέγω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. imflammateur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναφλεκτήρας [anaflektíras] ο, (L) techn t.
- igniter:
- ~ βόμβας bomb-igniter |
- ηλεκτρικός ~ electric-igniter |
- ~ ίσκας tinder-box, flint and steel
- ⓐ spark-plug, sparking-plug (syn μπουζί):
- αναφλεκτήρες αυτοκινήτων [fr kath αναφλεκτήρ (cf αναφλέκτης
[Koumanoudis], der of αναφλέγω) w. suff -τήρ]
- igniter: