Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναφλέγω [anafléγo] -ομαι Ρ αόρ. ανέφλεξα, απαρέμφ. αναφλέξει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) ανεφλέγη, ανεφλέγησαν : (λόγ.) προκαλώ ανάφλεξη.
[λόγ. < αρχ. ἀναφλέγω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναφλέγω [anafléγo] aor ανάφλεξα, mediop αναφλέγομαι, aor ανεφλέγη (L)
- ① set on fire, ignite, kindle, inflame
- ⓐ mi αναφλέγομαι catch fire, take fire, blaze or flare up (syn παίρνω ή πιάνω φωτιά):
- υγραέριο ανεφλέγη στην κουζίνα |
- μέρος του διαστημοπλοίου θα αναφλεγεί, ενώ θα κατέρχεται σταθερά προς τη γη |
- | also, fig |
- τα παράθυρα των σπιτιών αναφλέγονται απ' τις στερνές αχτίνες του ήλιου (Ouranis)
- ⓑ pass go up in flames, be destroyed utterly:
- πριν από λίγα χρόνια ο κίνδυνος ν' αναφλεγεί πάλι η Eυρώπη ήταν τόσο κοντά (Papanoutsos)
- ② fig incite, excite, arouse:
- το φαινόμενο τούτο έχει αναφλέξει τα πάθη |
- λόγια αναφλέγουν τις ψυχές των νέων |
- θύμηση ικανή ν' αναφλέξει τη φαντασία ποιητών |
- τα προβλήματα που ταλαιπωρούν και αναφλέγουν τον άνθρωπο δεν εκφράζονται με μαθηματικούς τύπους (Panagiotop) |
- η μιμητική ποίηση διεγείρει και αναφλέγει των θεατών και ακροατών τα πάθη (Papanoutsos)
[fr kath αναφλέγω ← K, AG ἀναφλέγω]