Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναφαίνομαι [anafénome] Ρ (βλ. φαίνομαι) : (λόγ.) 1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι. || (μτφ.): Aναφαίνεται κάποια ελπίδα για λύση στο πρόβλημα, αρχίζει να διακρίνεται. 2. φαίνομαι εκ νέου.
[λόγ. < αρχ. ἀναφαίνομαι]