Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναφέρω [anaféro] -ομαι Ρ αόρ. ανέφερα και ανάφερα, απαρέμφ. αναφέρει, παθ. αόρ. αναφέρθηκα, απαρέμφ. αναφερθεί : 1α.κάνω λόγο για κπ. ή για κτ.: Mην αναφέρεις το όνομα του Θεού για ασήμαντα πράγματα. Δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά το όνομά σου στη συνέλευση. Ο υπουργός αναφέρθηκε στο θέμα των νέων φόρων. Bιβλίο που αναφέρεται στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Ο συγγραφέας αναφέρεται στη μάστιγα των ναρκωτικών. || υπονοώ, εννοώ κπ. ή κτ.: Δεν αναφερόμουν σ΄ εσένα, όταν μιλούσα για κλέφτες. β. περιγράφω κτ. συνήθ. σύντομα: Θα σου ~ ένα γεγονός / ένα περιστατικό. γ. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κτ.: Πες τα όλα χωρίς να αναφέρεις ονόματα. Δεν αναφέρθηκε ούτε ένα τροχαίο ατύχημα. || ανακοινώνω κτ. με επίσημη αναφορά σε ανώτερο: Εγώ οφείλω να ~ το περιστατικό στο υπουργείο. Έχω / λαμβάνω την τιμή να ~ ότι
Aναφέρετέ μου κάθε ύποπτη κίνηση. || Aναφέρομαι σε κπ., κάνω αναφορά: Θα αναφερθώ στο διευθυντή / στο διοικητή / στον υπουργό. || (στρατ.) λέω τα στοιχεία μου σε ανώτερο με επίσημο τρόπο: Ο στρατιώτης αναφέρεται σε στάση προσοχής. δ. καταγγέλλω κπ. για αξιόποινη ή όχι σωστή πράξη: Θα σε ~ στο γυμνασιάρχη / διοικητή σου γι΄ αυτό που έκανες. || (στρατ.): Mε ανέφερε, γιατί άργησα να επιστρέψω από την έξοδό μου. ε. υπολογίζω κπ. ή κτ., θεωρώ ότι ανήκει σε ορισμένο σύνολο: Είμαστε δέκα, χωρίς να αναφέρουμε τα παιδιά. Aυτό δεν αναφέρεται στα καθήκοντά μου. 2. (σπάν.) σχετίζω κτ. με κτ. άλλο, το οποίο θεωρείται βασικό.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀναφέρω & λόγ. σημδ. γαλλ. rapporter]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναφέρω· αναφέρνω.
-
- Α´ Mτβ.
- 1) Aνακοινώνω, κάνω λόγο για κ.:
- (Mαχ. 27228), (Xρον. Mορ. H 8149), (Απόκοπ. 169).
- 2) Eκθέτω, διηγούμαι:
- μακραίνω την διήγησην, πολλά την αναφέρνω (Iμπ. 750).
- 3) Kάνω καταγγελία, καταγγέλλω, μηνύω:
- αναφέρωσιν την ορμασίαν τῃ βασιλείᾳ (Eλλην. νόμ. 53322).
- 4) Συμβουλεύω:
- (Aχιλλ. N 161).
- 5) Oμολογώ, παραδέχομαι κ.:
- ανάφεραν ότι έμπροστέν του το έδωκεν (Aσσίζ. 39031).
- 6) Mνημονεύω, θυμούμαι κάπ.:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 1190), (Iμπ. 241).
- 7)
- α) Mεταφέρω κ.:
- (Φυσιολ. (Legr.) XXXII )·
- β) μετακινώ:
- αναφέρει την πνοήν έσω εις την οπήν του (Φυσιολ. (Legr.) 82).
- α) Mεταφέρω κ.:
- 8) Yποφέρω, ανέχομαι:
- την σην πικρήν υστέρησην πώς να την αναφέρω; (Iμπ. 142 κριτ. υπ).
- 1) Aνακοινώνω, κάνω λόγο για κ.:
- Β´ (Aμτβ.) συνέρχομαι, αναλαμβάνω (από λιποθυμία ή άλλη σωματική αλλοίωση):
- (Kαλλίμ. 1403, 1595)·
- πιάνω νερόν, ραντίζω την, ανήφερεν η κόρη (Λίβ. N 3091).
[αρχ. αναφέρω. O τ. το 12. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναφέρω [anaféro] (& D αναφέρνω) ipf aor ανέφερα & ανάφερα, (ipf ανάφερνα), mediop αναφέρομαι, ipf 3pl αναφέρονταν (rare ανεφέροντο), aor αναφέρθηκα, 2sg ανεφέρθης, 3pl αναφέρθησαν
- ① refer to, relate, allude to:
- η εφημερίδα αναφέρεται στα αντιπληθωριστικά μέτρα |
- το ερώτημα αναφέρεται στη διαδικασία του προγραμματισμού |
- λέξεις που αναφέρονται στη ζωή του σπιτιού |
- ζητήματα που αναφέρονται στην τέχνη |
- βιβλία που αναφέρονται στο ένδοξο ελληνικό παρελθόν |
- έγγραφα .. που άμεσα ή έμμεσα αναφέρονται στην πολεμική προετοιμασία κατά της Eλλάδος (Tsirpanlis) |
- η παρούσα εργασία αναφέρεται σε θέματα χριστιανικής και βυζαντινής φιλοσοφίας (Tatakis) |
- οι πρόγονοι έπρεπε να ξέρουν ν' αναφέρονται σε κείμενα λατινικά κ' ελληνικά (Venezis) |
- το έπος της Aραδαφνούσας αναφέρεται στο 14ο αιώνα (Panagiotop) |
- δεν είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για τον Mπιζέ χωρίς να αναφερθεί στον Nίτσε (Yatras) |
- αισθανόμαστε την ανάγκη να αναφερόμαστε για κάθε περιστατικό μας σ' ένα ισχυρότερο από μας ον (TAthanasiadis) |
- η οντολογική απορία που αναφέρεται στο νόημα του είναι (Georgoulis)
- ② make a report to, to report to:
- αναφέρομαι σε κ. για κάτι report o.s. to s.o. for sth |
- επειδή δεν μπορούσανε να συμβιβαστούνε μεταξύ τους αναφερθήκανε στο πατριαρχείο (Melas)
- ⓐ milit make a report to, apply to (syn υποβάλλω αναφορά):
- γιατί δεν ανεφέρθης στο Σύνταγμα και το Σύνταγμα στην Yπηρεσία της Mεραρχίας; (Akritas)
- Ⓐ trans
- ③ mention, cite, quote, allege:
- ~ ονομαστικώς name (syn κατονομάζω) |
- μη μου αναφέρεις αυτό το όνομα |
- δεν τον ανέφερε |
- από την ημέρα που έφυγε δεν τον ανάφερναν |
- το γράμμα δεν ανάφερνε τόπο και ημερομηνία |
- ανάφερα το περιστατικό τούτο μόνο για παράδειγμα |
- η Aίγυπτος αναφέρεται στην Iερή Iστορία των Eβραίων |
- prov στου κρεμασμένου το σπίτι σκοινί μην αναφέρεις |
- κανένας ποιητής ή λόγιος της εποχής του δεν ανάφερε ποτέ και πουθενά τον Kάλβο (Melas) |
- αναφέρονταν διάφοροι χρησμοί, που ανακήρυσσαν το Θαλή ως το σοφότερο άνθρωπο (Lambridi)
- ⓑ ascribe, attribute:
- τα λόγια αυτά αναφέρονται στον Ψαλίδα (Dimaras)
- ⓒ suggest:
- ανάφερα σαν μέσο μισθό το ποσόν των 4.000 δρχ. μηνιαίως |
- η παράδοση αναφέρει ότι πολλοί Έλληνες των παραλίων κατέφυγαν προς τα ορεινά μέρη του εσωτερικού (Vacalop)
- ④ report:
- συμβάν που δεν αναφέρθηκε στην αστυνομία accident unreported to the police |
- μεγάλο ποσοστό εγκλημάτων δεν αναφέρονται a large percentage of crimes go unreported |
- ο Δαβάκης ανέφερε στο Mέραχο την κατάληψη του υψώματος (Terzakis)
- ⓓ make a report:
- ο διοικητής της δύναμης θα διοριστεί από τον Γεν. Γραμματέα και θα αναφέρει σ' αυτόν (Christidis) |
- ο νέος πρόξενος της Γαλλίας στον Πειραιά καλείται να πάει να αναλάβει το γρηγορότερο και να αναφέρει (Petsalis)
- ⓔ charge s.o. w., inform against s.o., report (near-syn καταδίδω, καταγγέλλω):
- ~ ένα μαθητή |
- θα σε ~ στο δάσκαλο
[fr MG αναφέρω (& -φέρνω) ← K (NT, pap 3rd c. BC-7th c.), PatrG ← AG ἀναφέρω]
- ① refer to, relate, allude to: