Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατόμος ο [anatómos] Ο18 : 1.(σπάν.) επιστήμονας που ασχολείται με την ανατομική. 2. (μτφ.) αυτός που κάνει προσεκτική ή λεπτομερή εξέταση ενός αντικειμένου: Ο συγγραφέας του έργου είναι βαθύς ~ της σύγχρονης κοινωνίας / της ανθρώπινης ψυχής.
[λόγ. ανατομ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.) απόδ. γαλλ. anatomiste (< anatomie = ανατομία)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατόμος [anatómos] ο, η, (L)
- ① med anatomist, dissector:
- σπουδαίος ~ και φυσιολόγος |
- το νιστέρι του ανατόμου
- ② fig one who examines in detail, minutely, and critically:
- ~ της κοινωνίας, των ηθών, των πολιτικών πραγμάτων, του αισθήματος, των ανθρώπινων χαρακτήρων |
- οι πραγματικοί δημιουργοί, οι ανατόμοι της ανθρώπινης ψυχής ξέρουν ν' ακούν .. τους παλμούς της καρδιάς μας (Charis)
[fr kath (Koumanoudis) ανατόμος 'dissector' in place of LK ανατομεύς 'id.' (Origenes, 3rd c. AD)]
- ① med anatomist, dissector: