Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατυπώνω [anatipóno] -ομαι Ρ1 : τυπώνω εκ νέου ένα κείμενο χωρίς να αλλάξω το περιεχόμενο και τη μορφή του: ~ ένα βιβλίο / μία επιστημονική μελέτη. Aνατυπώθηκε η μεγάλη γραμματική της δημοτικής.
[λόγ. < ελνστ. ἀνατυπ(ῶ) `ξαναδίνω μορφή΄ -ώνω σημδ. αγγλ. reprint]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατυπώνω [anatipóno] aor subj ανατυπώσω, pass ανατυπώνεται, aor ανατυπώθηκε (L)
- reprint, republish:
- μερικά άρθρα του Γ. έχουν ανατυπωθεί σε τόμους |
- οι κριτικές ανατυπώνονται σε βιβλίο |
- αναγκάσθηκαν να ανατυπώσουν το βιβλίο για να ανταποκριθούν στη ζήτηση |
- ο πρόλογός του ανατυπώνεται πιστά σ' όλες τις εκδόσεις
[fr kath ανατυπώ ← MG, PatrG, K ἀνατυπῶ (-όω)]
- reprint, republish: