Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατροφή η [anatrofí] Ο29 : α.φροντίδα για τη σωστή πνευματική και ηθική διαμόρφωση κάποιου: Παραιτήθηκε από την εργασία της, για να ασχοληθεί με την ~ των παιδιών της. || το σχετικό αποτέλεσμα: Έχει / πήρε κάποιος καλή / κακή ~. β. η καλή ανατροφή: Άνθρωπος χωρίς ~. γ. (σπάν.) διατροφή: H ~ των ορφανών.
[λόγ. < ελνστ. ἀνατροφή]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανατροφή η· αναθροφή.
-
- 1)
- α) Φροντίδες για το μεγάλωμα παιδιού:
- Mετά δε την ανατροφήν τεσσάρων ήδη χρόνων (Iμπ. 69)·
- β) ο τρόπος με τον οποίο ανατρέφεται κάπ., διαπαιδαγώγηση:
- με καλές αναθροφές ήτονε παιδεμένος (Διγ. O 1592).
- α) Φροντίδες για το μεγάλωμα παιδιού:
- 2) (Προκ. για το ανάστημα, την «ηλικία») αύξηση, μεγάλωμα, ύψος:
- ήλθες εις ανατροφήν αυτής της ηλικίας (Kαλλίμ. 849).
- 3)
- α) Tο παιδί που ανατράφηκε:
- τέκνα μου, γέννα κι αναθροφή μου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2291)·
- β) θετή θυγατέρα, ψυχοκόρη (βλ. και LBG, στη λ.· πβ. αναθρεφτός 2 και ΙΛ, λ. αναθρεφτικός):
- Εναπέμεινε δε η αθλία μήτηρ μόνη μετά μιάς και μόνης ανατροφής αυτής (Σφρ., Xρον. 1364).
- α) Tο παιδί που ανατράφηκε:
[μτγν. ουσ. ανατροφή. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατροφή [anatrofí] (& αναθροφή)
- ① upbringing, breeding, nurture (syn ανάθρεμμα 2):
- δε λυπάται λεφτά για την ~ και τη διασκέδαση των παιδιών του |
- για την ~ των παιδιών ελάμβαναν μεγάλη φροντίδα οι Aθηναίοι
- ② fig cultivation, education, nurture:
- θρησκευτική ~ του ποιμνίου spiritual nurture of the flock |
- η πεντάπρακτη κομεντί του γαλλικού θεάτρου ήταν η βάση της θεατρικής ανατροφής του μέσου Aθηναίου (Melas)
- ③ good manners, proper conduct:
- όταν κανένας πάρει καλή ~, αισθάνεται ντροπή να φέρνεται με μικροπρέπεια (Vrettakos) |
- οι άνθρωποι, δασκαλεμένοι από τα παιδικά τους χρόνια, πρέπει να κάνουν ορισμένες κινήσεις για να δείξουν πως έχουν καλή ~ (Evelpidis) |
- phr έχει ~, είναι παιδί με ~ a well-mannered or well-bred child |
- σημάδι κακής ανατροφής a sign of bad manners |
- για λόγους καλής ανατροφής in order to be polite |
- αυτό δεν ήταν της ανατροφής του, that was unusual behavior on his part, that wasn't the way he usually acts
[fr MG ανατροφή ← K (pap, 6th c.), PatrG ἀνατροφή, der of AG ἀνατροφή; cf τροφή (: τρέφω)]
- ① upbringing, breeding, nurture (syn ανάθρεμμα 2):