Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατροπή η [anatropí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανατρέπω. 1. αναποδογύρισμα: ~ της βάρκας / του τραπεζιού. H υπερβολική ταχύτητα προκάλεσε την ~ του αυτοκινήτου. || ο ειδικός μηχανισμός του ανατρεπόμενου οχήματος: Ξεφορτώνουν το αυτοκίνητο με τα χέρια, γιατί χάλασε η ~ του. α. (σπάν.) εξουδετέρωση κάποιου: ~ του αντιπάλου. β. (σπάν.) καταστροφή. 2. (μτφ.) κατάργηση, εξαφάνιση, συνήθ. βίαιη: ~ του καθεστώτος / της κυβέρνησης / της ισορροπίας δυνάμεων / των ηθικών αξιών. Πολιτική / κοινωνική ~. α. εξουδετέρωση: ~ της εχθρικής επίθεσης / άμυνας. || (νομ.) ακύρωση: ~ μιας δικαστικής απόφασης. β. αναγκαστική ματαίωση ή αλλαγή: ~ των σχεδίων / επιδιώξεων κάποιου. ~ των συμμαχιών. γ. ανασκευή: ~ των επιχειρημάτων κάποιου / κατηγοριών.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνατροπή· 2: σημδ. γαλλ. renversement]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανατροπή η.
-
- 1) Aκύρωση:
- περί διαθήκης ανατροπής (Bακτ. αρχιερ. 145).
- 2) Mεταβολή:
- επεί δε τούτο γέγονεν, ανατροπήν ουκ έχει (Kαλλίμ. 1031).
- 3) Kατάπαυση, σταμάτημα:
- κλαθμών ανατροπήν ουκ έχει (ενν. η Xρυσορρόη) (Kαλλίμ. 1589).
[αρχ. ουσ. ανατροπή. H λ. και σήμ.]
- 1) Aκύρωση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατροπή [anatropí] η, (L)
- ① overturn(ing), upsetting, overthrow (syn τουμπάρισμα, αναποδογύρισμα):
- ~ ενός τρακτέρ, αυτοκινήτου |
- ~ πλοίου capsizing |
- ~ αεροπλάνου nosing-over, turning turtle
- ② overthrow, subversion (syn κατάλυση, κατάργηση):
- ~ της κυβερνήσεως, της πολιτείας, της πολιτικής εξουσίας |
- η κυβέρνηση αντιμετωπίζει περίπτωση ανατροπής |
- ~ του αστικού καθεστώτος |
- ~ των αξιών |
- ~ της υπάρχουσας κατάστασης |
- ειρηνική ~ πολιτεύματος |
- μια ολοκληρωτική ~ του κατεστημένου |
- ~ και εμφύλιος σπαραγμός― η δημοκρατία έχει πεθάνει (Papanoutsos) |
- η χώρα είναι το άσυλο όλων των πολιτικών εξορίστων, η εστία των παγκόσμιων ανατροπών (Athanasiadis-N) |
- οι Γάλλοι ετοίμαζαν την ~ της τυραννίας και το καθεστώς της λευτεριάς (Melas) |
- η χώρα βαδίζει μοιραίως προς ~ της ισορροπίας του ισοζυγίου πληρωμών της και τελικώς σε χρεωκοπία (Angelop, adapted)
- ③ upset, upsetting, reversion, reversal (syn ακύρωση, ματαίωση):
- η ~ του προγράμματος, των σχεδίων |
- απότομη ~ των καθιερωμένων |
- ο συγγραφέας αυτός είναι μια έκπληξη, μια ~ συνηθειών για το μεγάλο αναγνωστικό κοινό (Chatzinis, adapted) |
- καινούργια εκφραστικά μέσα δε σημαίνει αναγκαστικά ~ κάθε δομής (Dizikirikis)
- ⓐ law ~ αποφάσεως κλπ invalidation, reversal
- ④ overthrow (syn αναίρεση, ανασκευή):
- επιχειρήματα για την ~ φιλοσοφικής διδασκαλίας |
- η ενδεχόμενη ~ δοξασιών πολύτιμων ή πολύ αγαπητών στον μέσο άνθρωπο θα μπορούσε να θεωρηθεί εγχείρημα οδυνηρό (Papanoutsos) |
- η γνώση θα μας οδηγήσει στην ~ του εαυτού της, στο ξεπέρασμά της (Tatakis)
[fr MG ανατροπή (also Du Cange) ← K (pap, 5th-6th c.), PatrG ← AG ἀνατροπή]
- ① overturn(ing), upsetting, overthrow (syn τουμπάρισμα, αναποδογύρισμα):