Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατριχιαστικός -ή -ό [anatrixastikós] Ε1 : που προκαλεί ανατρίχιασμα: Aνατριχιαστικό κρύο, πολύ δυνατό. Aνατριχιαστικό θέαμα / έγκλημα, φρικιαστικό. Tου είπαν μιαν ανατριχιαστική ιστορία και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ενός εγκλήματος.
ανατριχιαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ανατριχιασ- (ανατριχιάζω) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατριχιαστικός, -ή, -ό [anatriCastikós]
- fearful, terrifying, bloodcurdling (syn ανάτριχος lb, L φρικιαστικός):
- ανατριχιαστικό έγκλημα, σκοτωμοί ανατριχιαστικοί |
- ανατριχιαστικό πράμα, όνειρο, παραμύθι |
- ανατριχιαστικά περιστατικά |
- ανατριχιαστικές κραυγές, φωνές |
- ανατριχιαστικό σκούξιμο, κλάμα |
- μακάβριες κι ανατριχιαστικές σκηνές |
- λόγια ανατριχιαστικά |
- ιστορίες, εικόνες, περιγραφές ανατριχιαστικές |
- ανατριχιαστικό τοπίο |
- ανατριχιαστικό μυθιστόρημα thriller |
- ανατριχιαστική αποκάλυψη |
- ανατριχιαστική έκθεση για το μέλλον της ανθρωπότητας |
- ανατριχιαστικό τριζοβόλημα, ούρλιασμα, σκούξιμο |
- ανατριχιαστικό σφύριγμα των τροχών των τραμ |
- ανατριχιαστικές σωματικές κατασκευές |
- κάτι το ανατριχιαστικό κι απάνθρωπο σκορπίστηκε στον αγέρα (Kazantz) |
- στο σπίτι .. εύρισκες ανατριχιαστικές απομιμήσεις όλων των ευρωπαϊκών ρυθμών (Tachtsis)
[fr kath (Koumanoudis), der of *ανατριχιαστός (: ανατριχιάζω) w. suff -ικός]
- fearful, terrifying, bloodcurdling (syn ανάτριχος lb, L φρικιαστικός):