Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατριχιαστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανατριχιαστικά [anatriçastiká] adv
  • fearfully, frightfully, horribly (syn φρικιαστικά):
    • παραμιλούσε ~ |
    • σπήλαιο ~ ωραίο |
    • στίχος ~ αντιποιητικός |
    • κύματα υγρασίας μας ειδοποιούν ~ πως φτάσαμε σε νερένια περιοχή (Karantonis) |
    • γλάροι .. συνόδευαν το καράβι μας, σκούζοντας παράξενα κι ~ (TStephanidis) |
    • φωτίζεται το τέλος ~ από τις φλόγες και τα αίματα .. της Mικρασιατικής Kαταστροφής

[der of ανατριχιαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες