Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατριχιασμένος, -η, -ο [anatriçazménos]
- made to shudder or shiver, experiencing goose-flesh; fearful:
- ανατριχιασμένη ευαισθησία, _ ερεθισμός |
- πετάχτηκε ανατριχιασμένη |
- από τ' ανατριχιασμένο δέρμα τους θα μπορούσες να δεις την ταραχή τους (ChZalokostas) |
- τα φτωχά ζωντανά λαβώθηκαν .. τινάχτηκαν ανατριχιασμένα (Myriv)
[ppp of ανατριχιάζω]
- made to shudder or shiver, experiencing goose-flesh; fearful: