Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατριχιάζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανατριχιάζω [anatrixázo] Ρ2.1α μππ. ανατριχιασμένος : αισθάνομαι ή έχω την εντύπωση ότι οι τρίχες του σώματός μου σηκώνονται όρθιες εξαιτίας ενός έντονου αισθήματος ή συναισθήματος, ιδίως δυσάρεστου: ~ από αηδία / φόβο / συγκίνηση / το κρύο. Aνατρίχιασε, όταν είδε το νεκρό. ~ και που το σκέφτομαι. Mε ανατριχιάζει κτ., με κάνει να ανατριχιάζω: H θέα του αίματος την ανατριχιάζει.

[μσν. ανατριχιάζω < ελνστ. ἀνάτριχ(ος) `με τα μαλλιά ορθωμένα΄ -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ανατριχιάζω· ανατριχάζω.
  • Σηκώνονται οι τρίχες μου (από συγκίνηση, φόβο):
    • η αναπνιά μου εκόντυνε κι όλος ανατριχιάσα (Πανώρ. B´ 172
    • έπιασέ τους τρομάρα, ανατρίχασαν όλοι (Πεντ. Έξ. XV 15).

[<αόρ. του ανατριχιώ. H λ. πιθ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανατριχιάζω [anatriçázo] (& Kazantz ανατριχιώ) ipf ανατρίχιαζα, aor ανατρίχιασα (& ανετρίχιασα)
  • have goose-flesh, shiver, shudder (syn μερμηδίζω, αναρριγώ):
    • ~ σύγκορμος |
    • ανατρίχιασα μέσα μου |
    • σαν το συλλογιούμαι ~ |
    • ~ που τ' ακούω |
    • ανατρίχιασε από τη συγκίνηση |
    • ~ από την παγωνιά του θανάτου |
    • θυμούνται τον πόλεμο και ανατριχιάζουν |
    • ανατρίχιαζε το σώμα της κάτω από τα χάδια και τα φιλιά |
    • διαβάζουν τι γίνεται στην Iσπανία κι ανατριχιάζουν (Kazantz) |
    • η χαίτη του αλόγου είχε ανατριχιάσει |
    • poem κάπου φτερούγια πόρφυρα άστραφταν κι η θάλασσα ανατρίχιαε (Kazantz Od. 23.113)

[fr MG ανατριχιάζω bes MG ανατριχιώ, der of K ἀνάτριχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες