Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατρίχιασμα το [anatríxazma] Ο49 : η κατάσταση εκείνου που ανατριχιάζει· ανατριχίλα: ~ από το κρύο / το φόβο / τη συγκίνηση.
[ανατριχιασ- (ανατριχιάζω) -μα (πρβ. μσν. ανατρίχισμα < ανατριχώ < ανάτριχος, δες στο ανατριχιάζω)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατρίχιασμα [anatríçazma] το, (& Myriv ανετρίχιασμα)
- shuddering, shivering:
- σύγκορμο, περαστικό, άξαφνο ~ |
- ευαίσθητο ~ της σάρκας |
- το ~ του φόβου, της φρίκης |
- ~ του ανέμου πάνω στα θαλάσσια νερά |
- νοιώθω ένα άσκημο ανετρίχιασμα από τις άκρες των δαχτυλιών ως απάνω (Myriv) |
- σηκωνόταν κυματάκι σαν ~ (Petsalis) |
- ένα βαθύ ~, μια φλόγα, ένα μεθύσι, | και το μεθύσι, η φλογ' αυτή και η ανατριχίλα, εσ' είσαι | αγάπη της Zωής .. (Palam)
[der of ανατριχιάζω]
- shuddering, shivering: