Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανατρέχω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανατρέχω [anatréxo] Ρ αόρ. ανέτρεξα, απαρέμφ. ανατρέξει : 1.στρέφω τη σκέψη μου σε κτ.: ~ στα περασμένα / στο παρελθόν, τα σκέφτομαι. 2. ψάχνω σε ένα κείμενο να βρω μια πληροφορία: ~ σ΄ ένα βιβλίο / στις πηγές / σε αρχαία κείμενα.

[λόγ. < ελνστ. ἀνατρέχω, αρχ. σημ.: `τρέχω προς τα πίσω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ανατρέχω.
  • Α´ Aμτβ.
    • 1) Tρέχω, κινούμαι προς κάπ. κατεύθυνση:
      • όλοι σας ανατρέχετε απέσω εις το ποτάμιν (Διγ. Esc. 1720).
    • 2) (Προκ. για τροφές ή υγρά του οργανισμού) ανεβαίνω στο «κεφάλι»:
      • του φαρμάκου ο θυμός ενέδραμεν … μέσα στα δυο τα μάτια μου (Γεωργηλ., Bελ. Λ 497).
  • Β´ Mτβ.
    • 1) Aνεβαίνω:
      • ως άνδρες αναδράμωμεν ορεινοπετροβούνιν (Kαλλίμ. 137).
    • 2)
      • α) Διατρέχω τόπο:
        • τον κόσμον ανατρέχει (Aλφ. 1462
      • β) διατρέχω, επιθεωρώ (ομάδα ανθρώπων):
        • βεργίν επήρεν (ενν. ο Aχιλλεύς) κόκκινον και όλους ανατρέχει (Aχιλλ. L 137).

[αρχ. ανατρέχω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανατρέχω [anatréxo] ipf ανέτρεχα, (aor ανέτρεξα [also ανάτρεξα], ανέδραμα) (subj ανατρέξω, αναδράμω)
  • ① go (walk, ride drive, sail) up:
    • ~ τον ποταμό
  • ② be regurgitated, come up or back (of food) (syn αναγυρνώ):
    • μ' ανέδραμε το νερό, το φαΐ the water, food came up on me
  • ③ go back, look back (syn κάνω αναδρομή):
    • ~ στο παρελθόν, σε παλιούς καιρούς, στα σχολικά μου χρόνια, στις ρίζες, στην ιστορία |
    • πρέπει ν' ανατρέξετε σαράντα χρόνια πίσω για να βρήτε ανάλογο προηγούμενο |
    • η σκέψη μου ανέδραμε στην Tροία (Athanas) |
    • τα αποτελέσματα της απόφασης που ορίζει το χωρισμό (διαζύγιο) ανατρέχουν στη μέρα που δόθηκε η σχετική αίτηση (Christidis AK) |
    • η αρχική Eκκλησία ανέτρεχε συμβολικά στην πηγή της |
    • τους αποστόλους (Terzakis) |
    • οι ρίζες της ανθρωπίνης υπάρξεως ανατρέχουν έως τα ανεξερεύνητα βάθη της αιωνιότητος (Georgoulis) |
    • η φιλοσοφία ανατρέχει στις πρώτες αρχές και αιτίες των όντων (NAvgelis) |
    • ο κριτικός συνοδοιπορεί, ο ιστορικός ανατρέχει (Athanasiadis-N)
  • ④ refer to:
    • ~ σε μια ξένη γνώμη |
    • ~ στα φύλλα του ημερολογίου μου |
    • ~ στην ιστορία της φιλοσοφίας |
    • ~ στα έγγραφα των αρχείων |
    • ~ σ' ένα περιστατικό |
    • υπαινιγμοί που ανατρέχουν στη μυθολογία και στη Bίβλο |
    • πρέπει να ανατρέξουμε στα πορίσματα της επιτροπής |
    • για να εξηγήσω την ποίηση δεν ανάτρεξα στην έννοια του "θείου" (Moustoxydis) |
    • στη διάλεξή του ανατρέχει στις γνωστότερες απόψεις της νεώτερης φιλοσοφίας (Terzakis) |
    • για να επιβεβαιώσει τη γνώμη του ανατρέχει στην ετυμολογική σημασία του ελληνικού όρου (Georgoulis)

[fr MG ανατρέχω ← K, (pap, 2nd c. BC, 1st, 4th & 6th c.) ← AG ἀνατρέχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες