Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατρέφω [anatréfo] -ομαι & αναθρέφω [anaθréfo] -ομαι Ρ αόρ. ανέθρεψα και ανάθρεψα, απαρέμφ. αναθρέψει, παθ. αόρ. ανατράφηκα και αναθράφηκα, απαρέμφ. ανατραφεί και αναθραφεί, μππ. αναθρεμμένος : φροντίζω να διαμορφωθεί σωστά κάποιος από πνευματική και ηθική άποψη: Είναι δύσκολο να αναθρέψεις σωστά ένα παιδί. Έχει ανατραφεί μέσα στα χάδια και στην πολυτέλεια. || (επέκτ. για σωματική ανάπτυξη) διατρέφω: Aγωνίστηκε σκληρά για να αναθρέψει τα παιδιά της.
[αρχ. ἀνατρέφω· μσν. αναθρέφω < ανα- θρέφω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανατρέφω· αναθρέβω· αναθρέφω.
-
- I. Eνεργ.
- 1)
- α) Aνατρέφω, μεγαλώνω κάπ.:
- (Aχιλλ. N 996), (Eρωφ. Δ´ 659)·
- β) (προκ. για φυτά) περιποιούμαι:
- του δενδρού τ’ οπωρικό τ’ ανάθρεψεν η κόρη (Περί γέρ. 35).
- α) Aνατρέφω, μεγαλώνω κάπ.:
- 2) Eνισχύω, επαυξάνω:
- τας συμφοράς η ξενιτεία αναθρέφει (Aλφ. ξεν. Αθ. 58).
- 3)
- α) (Προκ. για κόμη) (με σύστ. αντικ.) τρέφω, αφήνω να μεγαλώσει:
- να αναθρέψει ανάθρεμμα τρίχα του κεφαλιού του (Πεντ. Aρ. VI 5)·
- β) αφήνω τα μαλλιά μου ελεύθερα βγάζοντας το κάλυμμα:
- τα κεφάλια σας μη αναθρέψετε (Πεντ. Λευιτ. X 6).
- α) (Προκ. για κόμη) (με σύστ. αντικ.) τρέφω, αφήνω να μεγαλώσει:
- 1)
- II. (Mέσ.) αυξάνομαι, μεγαλώνω·
- α) (προκ. για πρόσωπα):
- ενεθράφην το παιδίν (Aχιλλ. L 12)·
- β) (προκ. για πτηνά):
- βρέχε αυτόν (ενν. τον ιέρακα) … και ανατραφήσεται (Iερακοσ. 49918)·
- γ) (προκ. για φυτά):
- Σταφύλι να αναθραφεί εις την άμουλα (Iατροσ. κώδ. 163 χιζ´).
- α) (προκ. για πρόσωπα):
[αρχ. ανατρέφω. O τ. ‑θρέφω στο Bλάχ. και σήμ. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατρέφω [anatréfo] (& D αναθρέφω) ipf ανάτρεφα (& ανάθρεφα), aor ανάθρεψα, plupf είχα αναθρέψει, pass ανατρέφομαι (& αναθρέφομαι), ipf 3pl ανατρεφόντανε, aor 3sg ανετράφη (L), ανατράφηκα (3sg αναθράφη), ppp αναθρεμμένος
- ① bring up, raise, rear, nurture, breed (syn αναστένω, μεγαλώνω):
- η μητέρα μάς ανάθρεψε |
- οι γιαγιάδες ανάλαβαν τη φροντίδα ν' ανατρέφουν τα μικρά |
- τον ανάθρεψαν γυναίκεια |
- γυναίκες που ανατρέφοντ' ελεύθερα |
- η γυναίκα ανάτρεφε το σπουργιτάκι |
- prov θειος και θεια μ' ανάθρεψαν, κακή φωτιά που μ' έκαψε uncle and aunt raised me but misused me or my property |
- είχε μεγαλώσει, όπως ανατρέφονται τα Aμερικανόπαιδα, μέσα σε μια απεριόριστη ανεξαρτησία (Theotokas) |
- μ' αυτό το βιβλίο ανατράφηκαν οι πατεράδες μας (Palam) |
- ο Σολωμός ήταν αναθρεμμένος με τη δημοτική γλώσσα (Tsatsos) |
- folks. για βγάτε, δγέτε, μάθετε, όπου Xριστός γεννάται, | γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα |
- poem οι Xάριτες σ' ανάθρεψαν, χρυσό μου εσύ καμάρι (Stavrou Ar) |
- δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει | για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός (Seferis)
- ⓐ fig rear, nurture, nourish:
- μ' ανάθρεψεν ο πόνος |
- το γκαγκακού οι Γιαπωνέζοι το πότισαν και το ανάθρεψαν με το αίμα τους και τον ιδρώτα τους και το 'καμαν παιδί τους (Kazantz) |
- η αληθινή πολιτεία δεν είναι εκείνη που αναθρέφει για σύντροφό της τη βία (Theodorakop) |
- poem .. οι ρυθμοί της πλάσης | δεν υπακούσαν στο τεράστιο πάθος | πόχει αναθρέψει η σκοτεινή Σου ρίζα (Sikel) |
- χρόνια ξενιτεμένος ήρθες | με εικόνες που έχεις αναθρέψει | κάτω από ξένους ουρανούς, | μακριά απ' τον τόπο τον δικό σου (Seferis)
- ② cultivate, educate:
- η Πολιτεία με ανάτρεφε στο σχολείο |
- τα παιδιά ανατράφηκαν σύμφωνα με το φλωρεντινό δόγμα |
- δούλεψε σκληρά για ν' ανατραφεί μόνος του |
- με τα γραφόμενά τους ανάθρεψαν μια καινούργια γενιά Γάλλων με πλατύτερους ορίζοντες (Nakou) |
- η προπολεμική ηγεσία είχε ανατραφεί με το πνεύμα της δυτικής Eυρώπης (Theodorakop) |
- οι δύο αισθητικοί είχαν ανατραφεί με τα δόγματα της Γερμανικής φιλοσοφίας (Georgoulis)
[fr MG, LMG (Somavera) ανατρέφω ← K (pap, 3rd c. BC, 4th-6th c.) ← AG ἀνατρέφω]
- ① bring up, raise, rear, nurture, breed (syn αναστένω, μεγαλώνω):