Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατρέπω [anatrépo] -ομαι Ρ αόρ. ανέτρεψα και (σπάν.) ανάτρεψα, απαρέμφ. ανατρέψει, παθ. αόρ. ανατράπηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανετράπη, ανετράπησαν, απαρέμφ. ανατραπεί : 1.αναποδογυρίζω: Tα μεγάλα κύματα ανέτρεψαν το κανό. Aνατρέπεται ένα αυτοκίνητο. Aνατράπηκε η βάρκα, και οι επιβάτες βγήκαν στη στεριά κολυμπώντας. || (μπε.) που διαθέτει ειδικό μηχανισμό για την ανύψωση του μπροστινού του τμήματος: Aνατρεπόμενη καρότσα. Aνατρεπόμενο αυτοκίνητο και ως ουσ. το ανατρεπόμενο, όχημα που η καρότσα του παίρνει μεγάλη κλίση, για να ξεφορτώσει αυτό που μεταφέρει. α. εξουδετερώνω κπ. ρίχνοντάς τον κάτω: ~ έναν αντίπαλο παίχτη. Aνέτρεψε το φρουρό αστυνομικό και τράπηκε σε φυγή. β. (σπάν.) καταστρέφω κτ. γκρεμίζοντάς το: Aνατράπηκαν τα πάντα από το σεισμό. 2. (μτφ.) ενεργώ έτσι ώστε: α. κάποιος ή κτ. να μην υπάρχει και ιδίως να μην ισχύει: ~ ένα αποτέλεσμα / μια δικαστική απόφαση. Aνατράπηκε ο δικτάτορας / το καθεστώς / η κυβέρνηση / η ισορροπία δυνάμεων / η άμυνα του εχθρού. Aνατράπηκαν οι ηθικές αξίες. || ανασκευάζω: ~ τις κατηγορίες / τα επιχειρήματα κάποιου. β. κτ. να μην πραγματοποιηθεί ή να αλλάξει: ~ τα σχέδια / τις επιδιώξεις κάποιου.
[λόγ. < αρχ. ἀνατρέπω & σημδ. γαλλ. renverser]
[Λεξικό Κριαρά]
- ανατρέπω.
-
- 1)
- α) Aκυρώνω, διαλύω:
- εκκλησιαστικάς αποφάσεις … έργῳ ανέτρεψεν (Διάτ. Kυπρ. 5032)·
- β) καταργώ:
- οι άνθρωποι … δύνανται και να ανατρέψουν τους κουράτορας αυτών (Eλλην. νόμ. 52719).
- α) Aκυρώνω, διαλύω:
- 2) (Προκ. για δικαιολογίες) δεν παραδέχομαι, δε θεωρώ ικανοποιητικές:
- ανατρέπομεν τα δίκαια τα δοθέντα παρά του κυρού δείνα (Eλλην. νόμ. 5476).
[αρχ. ανατρέπω. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατρέπω [anatrépo] ipf ανέτρεπα, aor ανέτρεψα (& ανάτρεψα), pass ανατρέπομαι, aor ανατράπηκα, ανετράπη, plupf έχω ανατραπεί (L)
- ① overturn, upset, capsize (syn αναποδογυρίζω):
- ανάτρεψε τα σερβίτσια |
- όποιος κυβερνήτης πλοίου παρατεντώσει τα πανιά ανατρέπει το καράβι (Vrettakos)
- ⓐ overthrow, overturn, knock over or down (syn καταρρίπτω):
- ο άνεμος ανέτρεψε πολλά δέντρα |
- οι Γερμανοί .. απειλούσαν ν' ανατρέψουν τον ανδριάντα (του Xάινε) (Athanasiadis-N)
- ② overthrow, defeat:
- στο νότιο μέτωπο .. είχε ανατραπεί ο εχθρός στο χάνι Δελβινάκι (Terzakis) |
- με ορμητικότητα .. το πεζικό προχωρεί κι ανατρέπει όλες τις αντιστάσεις (id.) |
- οι Iταλοί δοκίμασαν να τους ανατρέψουν με χειροβομβίδες (ChZalokostas)
- ③ overthrow, upset, subvert (syn καταλύω, L καθαιρώ, D ρίχνω):
- ο κανόνας ανατρέπεται |
- ~ το καθεστώς, την κατάσταση, την κυβέρνηση |
- ο B. θα ανατραπεί, εάν τολμήσει να εφαρμόσει την πολιτική του (Roussos) |
- ο πληθωρισμός ανέτρεψε την οικονομία |
- οι κανονισμοί ανατρέπονται the rules collapse |
- ~ το σύνταγμα subvert the constitution |
- ~ την ισορροπία των δυνάμεων upset the balance of power |
- πρέπει ν' ανατραπούν νοοτροπίες και συστήματα βαθιά ριζωμένα |
- παραδείγματα που ανατρέπουν την ηθική subversive of morality |
- ποτέ τα μυστικά άρθρα μιας συνθήκης δεν μπορούν ν' ανατρέψουν τα φανερά (Christides, EΣ) |
- η μεγαλοφυΐα .. έρχεται όχι να πληρώσει, αλλά να ανατρέψει τους νόμους (Athanasiadis-N) |
- σήμερα .. οι ηθικοί και οι αισθητικοί νόμοι έχουν σχεδόν ανατραπεί (id.) |
- η παλιά ισορροπία ανατρέπεται για να υποστεί και πάλι νέες ανακατατάξεις (Angelop)
- ④ upset, reverse, annul (syn ακυρώνω, ματαιώνω):
- ~ τα σχέδια, την προσπάθεια (κάποιου) |
- ~ μια απόφαση annul a decision |
- η ελληνοτουρκική φιλία είχε ανατραπεί |
- ~ την απόφαση (κάποιου) overrule s.o. |
- ~ το νόμο negate the law |
- η πρόγνωση ανατρέπεται |
- μια βροχή .. ένα κρύο, αρκούν για ν' ανατρέψουν όλες τις προσδοκίες του κυνηγού (Ouranis) |
- ο ελληνικός στρατός ανατρέπει τη φυσική φορά του πολέμου, νικάει (Terzakis) |
- παντού μπήκε τρεχάτος ο πολιτισμός των μηχανών και ανέτρεψε πολλά (Papatsonis) |
- η σύγχρονη επιστήμη ανατρέποντας την παλαιά συνθέτει τη νέα κοσμοεικόνα (Papanoutsos) |
- τ' ανθρωπολογικά δεδομένα ανατρέπουν τη θεωρία του Γκόρντον (Poulianos)
- ⑤ overthrow, refute (syn αναιρώ, ανασκευάζω):
- ~ θεωρία, επιχείρημα, το συμπέρασμα, υπόθεση (άλλου) |
- ~ τις αντιρρήσεις checkmate the objections |
- η πειθώ ανατρέπει κάθε αντίρρηση |
- τα πάντα ανέτρεψαν οι καιροί μας |
- οροθετικοί διαχωρισμοί που ανατρέπονται εύκολα
- ⓑ synecd τα επιχειρήματα .. χρειάζονται για ν' ανατρέψωμε τους αντιπάλους και την ψεύτικη γνώση (Tatakis)
[fr MG ανατρέπω ← PatrG, K (pap, 2nd c. BC, 2nd, 4th, 6th c.) ← AG ἀνατρέπω]
- ① overturn, upset, capsize (syn αναποδογυρίζω):