Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατομικός -ή -ό [anatomikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την ανατομική ή με την ανατομία: Aνατομικές έρευνες / σπουδές / αναλογίες. Aνατομικό εκμαγείο. Zώα που στην ανατομική τους δομή μοιάζουν με τον άνθρωπο. 2. που είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με την ανατομία του ανθρώπινου σώματος: Aνατομικό κρεβάτι / στρώμα / κάθισμα / παπούτσι.
ανατομικά & (λόγ.) ανατομικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: ελνστ. ἀνατομικός· 2: σημδ. αγγλ. anatomical position < ελνστ. ἀνατομικός· λόγ. < ελνστ. ἀνατομικῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατομικός, -ή, -ό [anatomikós] (L)
- ① med relating to anatomy, anatomical:
- ανατομικές μέθοδοι, ανατομικά εργαλεία, ανατομικό εργαστήριο, ανατομική τράπεζα |
- ανατομικοί πίνακες |
- ανατομική λεπτομέρεια του κορμιού |
- αγάλματα με ανατομικά λάθη
- ② fig analytic(al):
- ανατομική μελέτη |
- απ' όπου πέρασε η κριτική ματιά του Παλαμά, .. τα έργα μάς αποκαλύφθηκαν στην ανατομική τους διάρθρωση (Chourmouzios) |
- προβαίνει, με το ανατομικό αυτό βλέμμα, στη σύλληψη των καιρίων αρνητικών στοιχείων της κοινωνικής πραγματικότητας (Despotop)
[fr kath ανατομικός ← K, PatrG ἀνατομικός]
- ① med relating to anatomy, anatomical: