Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατομείο το [anatomío] Ο39 : ίδρυμα ή αίθουσα όπου γίνεται τομή πτωμάτων για επιστημονική έρευνα.
[λόγ. ανατόμ(ος) -είον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατομείο [anatomío] το, (L) med
- anatomy laboratory or room, dissecting room:
- το αμφιθέατρο του ανατομείου |
- δεν μπορεί το θέατρο να μας δίνει το ρίγος, που δίνει η θέα ενός ανατομείου (Tsatsos)
[fr kath (Koumanoudis) ανατομείον, der of ανατομεύς 'dissector' (Origenes, 3rd c. AD)]
- anatomy laboratory or room, dissecting room: