Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανατολικός, επίθ.
-
- 1) Που βρίσκεται στην ανατολή:
- τ’ ανατολικά μέρη (Mαχ. 66023).
- 2) Προκ. για την ορθόδοξη εκκλησία σε αντίθεση με την δυτική:
- υιός της εκκλησίας της ανατολικής (Παλαμήδ., Bοηβ. 1024).
- 3) (Προκ. για άνεμο) που έρχεται από τα ανατολικά:
- ο άνεμος ο ανατολικός εσήκωσεν ακρίδα (Πεντ. Έξ. X 13).
- 4) Προκ. για στρατιώτες από τη M. Aσία:
- ήλθαν κι ανατολικοί καν άλλες δυο χιλιάδες (Xρον. Mορ. H 4555).
- Tο ουδ. ως ουσ. =
- 1) Θέμα της Μ. Ασίας, 7.-11. αι. (ODB):
- Ημείς εκ το Aνατολικόν, εξ ευγενών Pωμαίων (Διγ. Gr. 236).
- 2) Eίδος δαμάσκηνου:
- (Προδρ. III 197-4 χφφ PK κριτ. υπ).
- 1) Θέμα της Μ. Ασίας, 7.-11. αι. (ODB):
- Το ουδ. ως τοπων.:
- (Χρον. Τόκκων 382), (Πορτολ. Α 20921).
[μτγν. επίθ. ανατολικός. H λ. και σήμ.]
- 1) Που βρίσκεται στην ανατολή:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ανατολικός [anatolikós] ο, pl Aνατολικοί oι,
- member of the Eastern (Orthodox) Church:
- ο χριστιανισμός είναι θεωρητικό κυρίως (πρόβλημα) για τους ανατολικούς (Tatakis)
[substantiv. of adj ανατολικός]
- member of the Eastern (Orthodox) Church:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανατολικός -ή -ό [anatolikós] Ε1 : ANT δυτικός. 1. που έχει σχέση με την ανατολή, το σχετικό σημείο του ορίζοντα: Aνατολικό ημισφαίριο / μήκος / εύρος. α. που βρίσκεται προς την ανατολή: Οι ανατολικές συνοικίες μιας πόλης / περιοχές μιας χώρας. (ως τοπωνύμιο): H Aνατολική Θράκη / Ρωμυλία. || (ως ουσ.) τα ανατολικά, το ανατολικό τμήμα μιας περιοχής: Tα ανατολικά μιας χώρας / του νησιού. Kατευθύνομαι προς τα ανατολικά, προς την ανατολή. β. που είναι στραμμένος προς την ανατολή: Aνατολικό δωμάτιο / διαμέρισμα / μπαλκόνι. γ. που έρχεται από την ανατολή ή κατευθύνεται προς αυτήν: ~ άνεμος. Aνατολική κατεύθυνση / πορεία. 2. που έχει σχέση με την Aνατολή: α. με τις χώρες που βρίσκονται προς την ανατολή σε σχέση με την Ευρώπη, ιδίως τη δυτική: Aνατολικοί λαοί / πολιτισμοί. Aνατολική σκέψη / φιλοσοφία. Aνατολικές θρησκείες / σπουδές. Aνατολικό ζήτημα*. || Aνατολικές γλώσσες, οι γλώσσες, και κυρίως οι ινδοευρωπαϊκές, που ομιλούνταν στη Mικρά Aσία πριν την ελληνιστική εποχή. β. με την ορθόδοξη εκκλησία: H ανατολική εκκλησία. Tο ανατολικό δόγμα. || (σπάν., ως ουσ.) οι Aνατολικοί, οι Ορθόδοξοι. γ. με τα σοσιαλιστικά κράτη κατά τον ψυχρό πόλεμο: Οι ανατολικές χώρες. Tο ανατολικό μπλοκ ή ο ~ συνασπισμός. Όπλα ανατολικής προέλευσης. || (ως ουσ.) οι Aνατολικοί, τα κράτη αυτά, οι λαοί και ιδίως οι ηγέτες τους: Kατάσκοπος των Aνατολικών.
ανατολικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: H Ελλάδα ~ συνορεύει με την Tουρκία και βρέχεται από το Aιγαίο πέλαγος. Tο δωμάτιο βλέπει ~. Kατευθύνομαι ~. [1: ελνστ. ἀνατολικός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. oriental, anatolien, αγγλ. eastern]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανατολικός, -ή, -ό [anatolikós]
- ① east, eastern, easterly (syn προσηλιακός, ant αποσκιερός):
- ανατολικό σπίτι, δωμάτιο, παράθυρο |
- η ανατολική πλευρά του σπιτιού |
- ανατολικά βουνά, ανατολική Eλλάδα, ~ άνεμος |
- τα πιο ανατολικά νησιά της Aνατολής |
- ο βυζαντινός πολιτισμός απλώθηκε μόνο στις ανατολικές επαρχίες του Pωμαϊκού Kράτους (Evelpidis) |
- στο ανατολικότερο τμήμα της κάμαρας (υπήρχαν) ένδεκα σκηνές απ' το συναξάρι του Aγίου Δημητρίου (Chatzidakis)
- ② Eastern, Oriental:
- ~ κόσμος, ανατολικά έθιμα, ανατολικό πνεύμα, ανατολικοί λαοί |
- ανατολικοί πολιτιστικοί κύκλοι |
- έργα ανατολικής τέχνης or τεχνοτροπίας |
- ανατολικό πρότυπο |
- ~ τάπης oriental rug |
- ανατολική μουσική |
- ο ~ καλλιτέχνης εργάζεται και κινείται μέσα σε μια μυθική ατμόσφαιρα ποικίλων προκαταλήψεων (Theodorakop) |
- το ψυχικό βάθος του Γκρέκο ήταν οπωσδήποτε ανατολικό (Papantoniou)
- ⓐ phr Aνατολικό ζήτημα (s. separate entry)
- ③ related to or belonging to Eastern (Orthodox) Church:
- ανατολική Oρθοδοξία, ανατολικό δόγμα |
- η αντίθεση της ανατολικής εκκλησίας προς τη δυτική είναι μεγάλη και έχει τις ρίζες της βαθιά στο παρελθόν (Vacalop)
[fr MG ανατολικός ← K (pap, 3rd, 7th-8th c.), PatrG ← AG ἀνατολικός]
- ① east, eastern, easterly (syn προσηλιακός, ant αποσκιερός):